προπότισμα

προπότισμα
-ίσματος, τὸ, ΜΑ [προποτίζω]
ποτό που χορηγείται πριν από κάτι άλλο
αρχ.
το να δίνει κανείς ποτό σε κάποιον από πριν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προπότισμα — draught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσμασι — προπότισμα draught neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματα — προπότισμα draught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματι — προπότισμα draught neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτίσματος — προπότισμα draught neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποτισμός — ὁ, ΜΑ [προποτίζω] προποτισμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”